συνυπόσχομαι

συνυπόσχομαι
Ν
υπόσχομαι από κοινού με άλλον ή με άλλους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνυποσχετικό — το, Ν 1. συμφωνητικό με το οποίο οι συμβαλλόμενοι υπόσχονται αμοιβαίως κάτι 2. (νομ.) συμφωνητικό για εξαίρεση ορισμένης διαφοράς ή συνόλου διαφορών από τη δικαιοδοσία τών αρμόδιων δικαστηρίων και η υπαγωγή τους στη διαιτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • συνυπόσχεση — η, Ν υπόσχεση που δίνεται από πολλά άτομα μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνυπόσχομαι. Η λ., στον λόγιο τ. συνυπόσχεσις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”